χῆτος

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῆτος Medium diacritics: χῆτος Low diacritics: χήτος Capitals: ΧΗΤΟΣ
Transliteration A: chē̂tos Transliteration B: chētos Transliteration C: chitos Beta Code: xh=tos

English (LSJ)

τό (only used in dat.), want, lack, c. gen. pers., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός from need of such a man, Il.6.463; χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος 19.324; χήτει ἐνευναίων Od.16.35; χήτεϊ λαῶν h.Ap. 78; χήτεϊ συμμάχων Hdt.9.11; χήτει πρίνης Eup.360; χήτει οἰκείων Pl.Phdr.239d (referred to χῆτις by Tim.Lex.); χ. γνησίου κάλλους Ph.2.266; ὀστῶν χ. Poll.2.166; χ. [κόσμου], παραδείγματος, Them. Or.24.306b, 4.62d; χ. χαλινοῦ καὶ ἡνιόχου Jul.Or.2.50b; χήτεϊ.. νοήματος Orph.L.76. (Cogn. with χῆρος.)

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. dat. sg. χήτεϊ;
manque, défaut ; p. contract. χήτει, à défaut de, faute de, gén..
Étymologie: cf. χατέω.

Greek (Liddell-Scott)

χῆτος: -εος, τό, ἔλλειψις, ἀπορία, ἔνδεια, μετὰ γεν. προσπωπ., χήτεϊ τοιοῦδ’ ἀνδρός, ἕνεκα ἐλλείψεως ἢ ἀνάγκης τοιούτου ἀνδρός, Ἰλ. Ζ. 463· χήτεϊ λαῶν Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 78· χήτεϊ.. νοήματος Ὀρφ. Λιθ. 76· - πρβλ. χῆτις.

English (Autenrieth)

εος (χατέω): lack. (Il.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
(μόνον στην δοτ. χήτει) έλλειψη, ένδεια («τροφῆς χήτει λιμὸν δεδιότα», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά μόνο στη δοτ. χήτει / χήτει και ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].

Greek Monotonic

χῆτος: -εος, τό (χᾰτέω), ανάγκη, έλλειψη, με γεν. προσ., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός, εξαιτίας της ανάγκης ή της έλλειψης ενός τέτοιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος, στο ίδ.

Middle Liddell

χῆτος, ος, εος, τό, [χᾰτέω]
want, need, c. gen. pers., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός from want or need of such a man, Il.; χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος Il.

Frisk Etymology German

χῆτος: {khē̃tos}
Forms: Dat. χήτεϊ, χήτει
See also: s. χατέω.
Page 2,1097

Mantoulidis Etymological

-εος, τό (=ἔλλειψη, στέρηση). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τά: χῆρος, χωρίς, χατέω.

German (Pape)

εος, τό, Mangel, Bedürfnis, s. χῆτις.