χῆτος
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
English (LSJ)
τό (only used in dat.), want, lack, c. gen. pers., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός from need of such a man, Il.6.463; χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος 19.324; χήτει ἐνευναίων Od.16.35; χήτεϊ λαῶν h.Ap. 78; χήτεϊ συμμάχων Hdt.9.11; χήτει πρίνης Eup.360; χήτει οἰκείων Pl.Phdr.239d (referred to χῆτις by Tim.Lex.); χ. γνησίου κάλλους Ph.2.266; ὀστῶν χ. Poll.2.166; χ. [κόσμου], παραδείγματος, Them. Or.24.306b, 4.62d; χ. χαλινοῦ καὶ ἡνιόχου Jul.Or.2.50b; χήτεϊ.. νοήματος Orph.L.76. (Cogn. with χῆρος.)
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. dat. sg. χήτεϊ;
manque, défaut ; p. contract. χήτει, à défaut de, faute de, gén..
Étymologie: cf. χατέω.
Greek (Liddell-Scott)
χῆτος: -εος, τό, ἔλλειψις, ἀπορία, ἔνδεια, μετὰ γεν. προσπωπ., χήτεϊ τοιοῦδ’ ἀνδρός, ἕνεκα ἐλλείψεως ἢ ἀνάγκης τοιούτου ἀνδρός, Ἰλ. Ζ. 463· χήτεϊ λαῶν Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 78· χήτεϊ.. νοήματος Ὀρφ. Λιθ. 76· - πρβλ. χῆτις.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
τὸ, Α
(μόνον στην δοτ. χήτει) έλλειψη, ένδεια («τροφῆς χήτει λιμὸν δεδιότα», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά μόνο στη δοτ. χήτει / χήτει και ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].
Greek Monotonic
χῆτος: -εος, τό (χᾰτέω), ανάγκη, έλλειψη, με γεν. προσ., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός, εξαιτίας της ανάγκης ή της έλλειψης ενός τέτοιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος, στο ίδ.
Middle Liddell
χῆτος, ος, εος, τό, [χᾰτέω]
want, need, c. gen. pers., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός from want or need of such a man, Il.; χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος Il.
Frisk Etymology German
χῆτος: {khē̃tos}
Forms: Dat. χήτεϊ, χήτει
See also: s. χατέω.
Page 2,1097
Mantoulidis Etymological
-εος, τό (=ἔλλειψη, στέρηση). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τά: χῆρος, χωρίς, χατέω.