κατάντης

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντης Medium diacritics: κατάντης Low diacritics: κατάντης Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΣ
Transliteration A: katántēs Transliteration B: katantēs Transliteration C: katantis Beta Code: kata/nths

English (LSJ)

ες, (ἄντα)

   A downhill, steep, opp. ἀνάντης, κ. ἀτραπός Ar.Ra.127; ἐς τὰ κατάντεα downwards, Hp.Off.9; ἐπὶ κάταντες, = κάταντα, Pl.Ti.77d; εἰς τὸ κάταντες X.Eq.8.8; ἐν τῷ κατάντει Id.HG4.8.37; ἀπὸ τοῦ κατάντους ib.3.5.20; ἐν τοῖς κατάντεσι Diocl.Fr.142: neut. as Adv., κάταντες κινεῖσθαι Arist.Ph.248a22; τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι X.Eq. 8.6; τὰ κ. ἐλαύνεσθαι Id.Eq.Mag.8.3; θεῖν Id.Cyn.5.17; φέρεσθαι Arist.HA567a7; καταβαίνειν Thphr.Lass.11.    II metaph., prone, inclined, πρός τι E.Rh.318, Epicur.Nat.908.4, Plu.2.53e.

German (Pape)

[Seite 1366] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Uebertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντης: -ες, (ἄντα) κατωφερής, ἀπόκρημνος, ἀπότομος, (ἀντίθ. τῷ ἀνάντης καὶ προσάντης), κατάντης ὁδὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 127· τόποι Ἀθήν.· γεώλοφος Θεόκρ.· εἰς τὰ κατάντη, πρὸς τὰ κάτω, κατωφερῆ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· ἐπὶ κάταντες = κάταντα, Πλάτ. Τίμ. 77D· εἰς τὸ κάταντες πέτρας ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἐν τῷ κατάντει αὐτόθι 4. 8, 37· ἀπὸ τοῦ κατάντους ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 8· οὕτω, κάταντες κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 2· τὰ κατάντη, ὡς Ἐπίρρ., Ξεν. Ἱππ· 8, 6, Ἱππαρχ. 8, 3, Κυν. 5, 17· τὰ κ. φέρεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. pronus, κεκλιμένος, ἐπικλινής, ἐπιρρεπής, πρός τι Εὐρ. Ρῆσ. 318· κ. συμφορά, εὔκολος κ. πρὸς τὰ χείρονα Πλούτ. 2. 53D.