μυθώδης
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ες,
A legendary, fabulous, λόγοι μ., opp. ἀληθινοί, Pl.R.522a, cf. D.23.65, etc.; τὸ μ. the domain of fable, Th.1.21; τὸ μὴ μ. αὐτῶν their non-fabulous character, ib.22; τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Arist.Metaph.995a4: Comp. -έστερος Antig.Mir.1, Str.4.4.6: Sup. -έστατος Isoc.2.48, Plb.34.11.20, Phld.Po.5.4. Adv. -δῶς Aristeas 168, D.S.4.6.
German (Pape)
[Seite 215] ες, einer Fabel ähnlich, fabelhaft; Thuc. 1, 21; Ggstz von ἀληθινός, Plat. Rep. VII, 522 a; ὁ λόγος γέγονεν, Isocr. 4, 28; μυθωδέστατοι λόγοι, 2, 48; öfter Plut. u. Luc. – Adv., D. Sic. 4, 6, wo für τοὺς παλαιοὺς μυθωδῶς ὀνομάζειν v. l. μυθῳδο ύς, Fabelsänger.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθώδης: -ες, (εἶδος) μυθικός, μύθῳ ὅμοιος, λόγοι μ., ἀντίθετ. τῷ ἀληθινοί, Πλάτ. Πολ. 522Α, κτλ.· τὸ μυθῶδες, οἱ μῦθοι, Θουκ. 1. 21· τὸ μὴ μ. αὐτῶν, τὸ μέρος τὸ μὴ μυθικόν, αὐτόθι 22· τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. ΕΛΑΤΤΟΝ. 3. 1· - ὑπερθετ. -έστατος, Ἰσοκρ. 24Β. Ἐπίρρ. -δῶς, Διόδ. 4. 6.