λινοερκής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A surrounding with nets or snares, Nonn.D.26.55; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 49] ές, in Netzen, Garnen eingeschlossen, Nonn. D. 26, 54.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοερκής: -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.