δυσάντης
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
or δῠσ-αντής, ές, = sq.1,
A φῦλα Opp.C.3.262; μῆνις Nonn. D.42.380. II = sq. 11, κύματα ib.6.310, cf. Musae.324. III hard to climb, ὁδός Ph.1.255; κολῶναι Opp.C.4.432.
German (Pape)
[Seite 676] = folgdm, sp. D., wie Opp. C. 2, 360. 3, 262
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντης: -ες, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 2. 360, Νόνν., κτλ.