ἀλάβης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
or ἀλλάβης, ητος, ἡ, a Nile fish, Str.17.2.4, Ath.7.312b, Gp.20.7.1, POxy.1857.2 (vi A. D.); in Plin.HN5.51
A alabetes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάβης: ἢ ἀλλάβης, ητος, ἡ ἰχθὺς τις τοῦ Νείλου, Στράβ.823, παρὰ Πλινίῳ alabetes.