περίθαλψις
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, das Erwärmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίθαλψις: -εως, ἡ, τὸ περιθάλπειν, Ἱσ. Πορφυρογέν. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. (Exc.) σ. 278.