μισγάγκεια

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισγάγκεια Medium diacritics: μισγάγκεια Low diacritics: μισγάγκεια Capitals: ΜΙΣΓΑΓΚΕΙΑ
Transliteration A: misgánkeia Transliteration B: misgankeia Transliteration C: misgagkeia Beta Code: misga/gkeia

English (LSJ)

ἡ, (μίσγω, ἄγκος)

   A meeting of glens, meeting of the waters, ὡς δ' ὅτε . . ποταμοὶ . . ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον . . ὕδωρ Il.4.453: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46; ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

μισγάγκεια: ἡ, (μίσγω, ἄγκος) τόπος ἔνθα δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν πανταχόθεν εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, συνάγκεια· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.