διαρμόζω

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρμόζω Medium diacritics: διαρμόζω Low diacritics: διαρμόζω Capitals: ΔΙΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: diarmózō Transliteration B: diarmozō Transliteration C: diarmozo Beta Code: diarmo/zw

English (LSJ)

or διαρμόττω, fut. -σω,

   A distribute in various places, E.Or.1451 (lyr.): hence,    2 Med., arrange, dispose, ταῦτα πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5:—Pass., τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι ib.7.1; regulate, τὸν βίον Plu.2.88a.

German (Pape)

[Seite 599] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; σῶμα ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.

Greek (Liddell-Scott)

διαρμόζω: ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― ἐντεῦθεν, 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, διατάσσω. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., αὐτόθι 7, 1· κανονίζω, ῥυθμίζω, τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α.