θεοφάνεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A vision of God, Notiz.Arch.4.236 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Erscheinung Gottes, K. S., von θεοφανής, Gott zeigend, adv., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφάνεια: ἡ, ἐμφάνισις τοῦ θεοῦ ἐν σαρκί, Σὺ μετὰ Μωσέως θεοφανείας ἠξιωμένος Ἐκκλ. ΙΙ. θεοφάνεια, ων, τά, αὐτόθι˙ πρβλ. θεοφάνια ΙΙ.