μετάπλασις
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq., Eust.58.35.
German (Pape)
[Seite 152] ἡ, die Umbildung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετάπλᾰσις: ἡ, μεταμόρφωσις, Ἀνώνμ. πρὸ τοῦ Φιλῆ (δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ τόμῳ ἔνθα καὶ ὁ Φιλῆς, αλλὰ πρὸ αὐτοῦ) στίχ. 187, ἔκδ. Wernsd. 2) = τῷ μεταπλασμός 2, Εὐστ. 58, 35.