παιδοποίησις
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A child-bearing, Pl.Lg.947d, Vett. Val.123.2.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, das Kindererzeugen, Plat. Legg. XII, 947 d von der Frau, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοποίησις: ἡ, = παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 947D.