ὑποκαύστρα
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ἡ,
A the hot-air space of a hypocaust, Gloss.: written ὑποκαστρα three times in PMag.Berol.2.48, al.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, ein Heerd od. Ofen, u. ein darübergelegenes Gemach, Badstube, von unten zu heizen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαύστρα: ἡ, ἡ κάμινος τοῦ ὑποκαύστρου, ὁ ὑποκάτωθεν τοῦ λουτρῶνος φοῦρνος, Τουρκ. «Κιουλχανές», Γλωσσ.