καλοκαιρία

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοκαιρία Medium diacritics: καλοκαιρία Low diacritics: καλοκαιρία Capitals: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
Transliteration A: kalokairía Transliteration B: kalokairia Transliteration C: kalokairia Beta Code: kalokairi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐετηρία, Melamp.p.30 D., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1313] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοκαιρία: ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως καλοκαιρία ἑρμηνεύει τὸ εὐετηρία· - καλοκαιρίζω, διέρχομαι τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.