βράβυλος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ἡ,
A the tree which bears βράβυλα, Aret.CA2.2, Gp.10.39. II = βράβυλον, AP9.377 (Pall.). III seedling peach, Gp.10.13.5. (The forms βράβιλος, βράβηλος are found in codd. of Gp. and AP, βράβηλον EM211.3, βράβιλον codd. of Theoc. and Ath.)
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, der Baum, der diese Früchte trägt, Geopon.; auch die Frucht, Pallad. 21 (IX, 377).
Greek (Liddell-Scott)
βράβῠλος: ἡ, δαμασκηνέα, τὁ δένδρον τὁ φέρον βράβυλα, Ἀρετ. π. Θεραπ. Ὀξ. Παθῶν. 2. 2· πρβλ. βάρβιλος. ΙΙ. = βράβυλον, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 377.