βράβυλος

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράβῠλος Medium diacritics: βράβυλος Low diacritics: βράβυλος Capitals: ΒΡΑΒΥΛΟΣ
Transliteration A: brábylos Transliteration B: brabylos Transliteration C: vravylos Beta Code: bra/bulos

English (LSJ)

ἡ,
A the tree which bears βράβυλα, Aret.CA2.2, Gp.10.39.
II = βράβυλον, AP9.377 (Pall.).
III seedling peach, Gp.10.13.5. (The forms βράβιλος, βράβηλος are found in codd. of Gp. and AP, βράβηλον EM211.3, βράβιλον codd. of Theoc. and Ath.)

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Alolema(s): βράβῐλ- AP 9.377 (Pall.), Gp.10.13.4, 5
• Prosodia: [-ᾰ-]
bot.
I como árbol o arbusto
1 endrino Aret.CA 2.2.7, εἶδος φυτοῦ κακοῦ Hsch.
2 ciruelo damasceno, Gp.10.39.
3 albérchigo β. ... καλεῖται τὸ ἀπὸ ὀστέου περσικοῦ φυόμενον δένδρον Gp.10.13.5.
II como fruto ciruela σῦκα ... καὶ βραβίλους καὶ μῆλα AP l.c.

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, der Baum, der diese Früchte trägt, Geopon.; auch die Frucht, Pallad. 21 (IX, 377).

Russian (Dvoretsky)

βράβῠλος: ἡ Anth. = βράβυλον.

Greek (Liddell-Scott)

βράβῠλος: ἡ, δαμασκηνέα, τὁ δένδρον τὁ φέρον βράβυλα, Ἀρετ. π. Θεραπ. Ὀξ. Παθῶν. 2. 2· πρβλ. βάρβιλος. ΙΙ. = βράβυλον, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 377.

Greek Monolingual

βράβυλος, η (Α)
1. άγρια δαμασκηνιά
2. ο καρπός αγριοδαμάσκηνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βράβυλο].

Greek Monotonic

βράβῠλος: ἡ = βράβυλον, σε Ανθ.

Middle Liddell

= βράβυλον, Anth.]