ταλαντεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A the swaying motion of anything suspended, prob. cj. in Pl.Cra.395e (τανταλεία codd. BT).
German (Pape)
[Seite 1064] ἡ, v. l. für τανταλεία Plat. Crat. 395 d.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντεία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω κίνησις πράγματος αἰωρουμένου, Πλάτ. Κρατ. 395Ε (διάφ. γραφ. τανταλεία)· - τᾰλάντευσις, ἡ, = ταλαντεία, Βυζ.