παραστατικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰτικός Medium diacritics: παραστατικός Low diacritics: παραστατικός Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parastatikós Transliteration B: parastatikos Transliteration C: parastatikos Beta Code: parastatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for standing by. Adv. -κῶς Phot., Suid.    II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162 ; ἀληθοῦς Stoic.2.73 ; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα) οἷον σήμερον D.T.641.28, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202 ; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr.224.    III able to exhort or rouse, c. gen., ἀγωνίας Plb.3.43.8 ; ὁρμῆς Plu.Lyc. 21 ; creating a disposition or propensity, πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71 K. ; π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307 ; π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52 J.    IV desperately courageous, Plb.16.5.7 (Comp.). Adv. -κῶς Id.16.28.8, D.S.18.22 : Comp. -ώτερον Id.20.11.    2 desperate, furious, διάθεσις Plb.1.67.6, etc. ; π. τὰς διανοίας Id.18.46.10.    V parastatica, = παραστάς, Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.HN33.52.    VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).

German (Pape)

[Seite 500] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ μέλη κέντρον ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ πρόσθεν, Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; ὁρμή, wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰτικός: ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως ἵσταται πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῡς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. πρός τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, εὐθαρσής, εὔτολμος, Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) παράφορος, ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= παραστάς, Πλίν. 33. 15, πρβλ. παραστάτης VI.