γομφωτός
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ή, όν,
A fastened with bolts: πλοῖα γ. ships slightly put together, so that they could be taken to pieces, Str.16.1.11, cf. Aristeas71.
German (Pape)
[Seite 501] zusammengefügt, πλοῖα Strab. XVI, 741; angenagelt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
γομφωτός: -ή, -όν, διὰ γόμφων συνηρμοσμένος, πλοῖα γ., πλοῖα ἐλαφρῶς συνηρμοσμένα ὥστε καὶ ἠδύναντο νὰ διαλυθῶσιν εἰς τεμάχια, Στράβων 741.