συμπερασματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. -κῶς Arist.Rh.1401a3.
German (Pape)
[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.