πορθμευτικός
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ή, όν,
A engaged in ferrying, Arist.Pol. 1291b21.
German (Pape)
[Seite 683] zum πορθμεύς od. zur πορθμεία gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c
Greek (Liddell-Scott)
πορθμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… ἄλλο δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.