ῥαψῳδικός
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a rhapsodist: ἡ -κή (with and without τέχνη) the rhapsodist's art, Pl.Ion 538b, 540a, al. Adv. -κῶς Eust. 3.55.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, τέχνη, Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαψῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική (μετὰ τῆς λέξ. τέχνη ἢ ἄνευ αὐτῆς), ἡ τέχνη τοῦ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 538Β, 540Α, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 3. 55.