βιοτικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

German (Pape)

[Seite 446] zum Leben gehörig, Schol. Soph. O. R. 33, richtiger βιωτικός.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ζωὴν κατάλληλος, ζωηρός, β. τὴν διάνοιαν καὶ εὐμήχανος = βιομήχανος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17, 2· κατὰ τὸν Φρύν. 354 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν) = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ. ΙΙ. ὁ κατάλληλος ἢ ἀνήκων εἰς τὴν ζωήν, Πολύβ. 4. 73, 8, κτλ.· χρεία β. Διόδ. 2. 29· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Μ. Ἀντων. 7. 61· τὰ β., ἀντιτίθενται πρὸς τὰ φιλοσοφικὰ ἀντικείμενα, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 15· ἢ πρὸς ὑποθέσεις θρησκευτικάς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 34, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς κατὰ τὸν τρόπον τῆς κοινῆς ζωῆς, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 629. 2) παρ’ Ἐκκλ., κοσμικός, ἐγκόσμιος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μοναστικὸν καὶ «θρησκευτικόν», ἴδε Bingham 1. 5, 5. ― Ἡ ἐκφορὰ βιωτικός, πλημμελής.