μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: θολωτός | Medium diacritics: θολωτός | Low diacritics: θολωτός | Capitals: ΘΟΛΩΤΟΣ |
Transliteration A: tholōtós | Transliteration B: tholōtos | Transliteration C: tholotos | Beta Code: qolwto/s |
ή, όν,
A built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.
θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.