Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Full diacritics: βαδιστός | Medium diacritics: βαδιστός | Low diacritics: βαδιστός | Capitals: ΒΑΔΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: badistós | Transliteration B: badistos | Transliteration C: vadistos | Beta Code: badisto/s |
ή, όν,
A that can be passed on foot, Arr.Ind.43.10:—but βάδιστοι· βαδύτατοι, Hsch. (i.e. ἡδ-).
[Seite 423] zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.
βαδιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις πεζῇ νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43.