τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
[Seite 1171] ἡ, ion. = αἱμωδία, Hesych. Eben so ἡμωδιάω, = αἱμωδιάω, id.
ἡμωδία: ἡμωδιάω, Ἰων. ἀντὶ αἱμ-· ὡσαύτως Ἀττ. κατὰ τὸν Μοῖριν.