ἑλκυστήρ
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A instrument for drawing: surgeon's crochet, Hp.Mul.1.70; a rein, Sch. Il.16.475, Hsch.s.v.ῥυτήρ. II as Adj., ἑ. πόνος toil of dragging, Opp. H.5.20.
German (Pape)
[Seite 799] ῆρος, ὁ, Alles, womit man zieht, – 1) der Zügel, = ῥυτήρ, Schol. Il. 16, 475. – 2) ein Instrument zum Herausziehen der Leibesfrucht, Hippocr. – 3) adj., πόνος, die Arbeit des Ziehens, Opp. Hal. 5, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκυστήρ: ῆρος, ὁ, ἐργαλεῖον μαιευτικὸν πρὸς ἐξέλκυσιν ἐμβρύου, ἐμβρυουλκός, Ἱππ. 618. 16· χαλινός, Γραμμ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ σύρων, ἕλκων, Ὀππ. Ἁλ. 5. 20.