μουσοεργός
From LSJ
English (LSJ)
A v. μουσουργός.
German (Pape)
[Seite 211] = μουσουργός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοεργός: ἴδε μουσουργός.
Full diacritics: μουσοεργός | Medium diacritics: μουσοεργός | Low diacritics: μουσοεργός | Capitals: ΜΟΥΣΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: mousoergós | Transliteration B: mousoergos | Transliteration C: mousoergos | Beta Code: mousoergo/s |
A v. μουσουργός.
[Seite 211] = μουσουργός, Hippocr.
μουσοεργός: ἴδε μουσουργός.