τυραννίς
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ίδος, ἡ, voc.
A τυραννί S.OT380:—monarchy, sovereignty, μεγάλης οὐκ ἐρέω τ. Archil.25, cf. Pi.P.2.87, 11.53 (pl.), S.OT535, E.Ba.43, etc.; of the sovereignty of Zeus, ἡ Διὸς τ. A.Pr. 10, al., cf. infr. 11.2:—but more freq. II despotic rule, obtained by force or fraud, tyranny, Simon.71, Hdt.3.53,81, Ar.V.417, Th.1.13, etc.; τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχήν (of the Athenians) Id.3.37; τ. ὑμῶν lordship over you, D.2.30: metaph., ἡ ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Pl. Lg.863e. 2 in concrete sense, ἡ Διὸς τ. royal Zeus, S.Fr.345: pl., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Hdt.8.137; ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τ. A.Ch.973. 3 territory or resources of a princeling, Liv.38.14.12. III fem. of τύραννος, princess, LXX Es.1.18. IV name of a medicine, Gal.14.165.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννίς: -ίδος, ἡ, κλητ. τυραννὶ Σοφ. Ο. Τ. 380· - βασιλικὴ ἐξουσία, ἀρχή, ἀνωτάτη κυβέρνησις, δεσποτεία, Πινδ. Π. 2. 159., 11. 81, καὶ Τραγ.· - ἀλλὰ συνηθέστερον, ΙΙ. ἀπόλυτος ἀρχή, δεσποτικὴ ἐξουσία, ἣν λαμβάνει τις διὰ τῆς βίας ἢ δι’ ἀπάτης (ἴδε τύραννος), Ἀρχίλ. 21, Σιμωνίδ. 71, Ἡρόδ. 3. 53, 81, Ἀριστοφ. Σφ. 417, Θουκ., κλπ.· τυραν. ὑμῶν, ἡ ἐφ’ ὑμᾶς κυριαρχία, κυβέρνησις, Δημ. 27.1· - μεταφ., ἡ τῶν ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Πλάτ. Νόμ. 863Ε. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Ἡρόδ. 8. 137· πρβλ. ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα Αἰσχύλ. Χο. 973. ΙΙΙ. θηλ. τοῦ τύραννος, ὡς τὸ βασιλίς, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Α΄, 18).