τευτλίς
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = τεῦτλον, Thphr.HP7.7.2; τεῦτλα τευτλίδας καλῶν Diph.47 (prob. σευτλίδας).
German (Pape)
[Seite 1101] ίδος, ἡ, att. statt σευτλίς, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τευτλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε τεῦτλον ἐν τέλει.