αὐθιγενής

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθῐγενής Medium diacritics: αὐθιγενής Low diacritics: αυθιγενής Capitals: ΑΥΘΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: authigenḗs Transliteration B: authigenēs Transliteration C: afthigenis Beta Code: au)qigenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born on the spot, born in the country, native, Μοῦσα B.2.11; θεός Hdt.4.180; ἔθνος D.H.1.9, cf. Luc.Herm.24; αὐ. ποταμοὶ Σκυθικοί the Scythian rivers that rise in the country, Hdt.4.48; τὸ ὕδωρ . . αὐ. μὲν οὔκ ἐστι not from a natural spring, Id.2.149; δόκος E. Fr.472.5 (lyr.); οἶνος Anaxandr.41.71; αὐ. καὶ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι βίος τῶν ἐνύδρων Plu.2.976a; αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG7.2713.38 (speech of Nero).    2 genuine, sincere, ἰάλεμος E.Rh. 895 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐθιγενής: Ἰων. αὐτιγενής, ές: -αὐτόχθων, ἰθαγενής, ἐπιχώριος, ἐντόπιος, Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ ἐκεῖ ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 149· κυπάρισσος Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· οἶνος Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· γνήσιος, εἰλικρινής, ἰάλεμος Εὐρ. Ρῆσ. 895· «αὐθιγενής. αὐτόχθων, γνήσιος, ἰθαγενής.» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.