ἀντιμεθίστημι
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A move from one side to the other, revolutionize, ψηφίσματα καὶ νόμον Ar.Th.362. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., exchange places, ἀ. ἀλλήλοις τό τε ὕδωρ καὶ ὁ ἀήρ Arist.Ph. 209b25, cf. 211b27, Mete.366b20; ἀλλήλαις Jul.Or.8.241a. 2 make countermoves, Luc.Dem.Enc.37.
German (Pape)
[Seite 255] (s. ἵστημι), von einer Seite auf die andere stellen, umstellen, ψηφίσματα καὶ νόμον, umändern, Ar. Th. 362. – Med., sich auf die andere Seite hinstellen, Luc. Dem. enc. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεθίστημι: μέλλ. -μεταστήσω, μετακινῶ ἀπὸ ἑνὸς μέρους εἰς ἕτερον, ἀνατρέπω, ψηφίσματα καὶ νόμον ζητοῦσ’ ἀντιμεθιστάναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 362. ΙΙ. παθ., μετὰ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., μεταβαίνω ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντιμεθισταμένων ἀλλήλοις τοῦ τε ἀέρος καὶ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 2. 4, πρβλ. 4. 4, 13, Μετεωρ. 2. 8, 27· πρβλ. ἀντιπεριίστημι 1. 2: ― μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 37.