ἐγκολπίζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκολπίζω Medium diacritics: ἐγκολπίζω Low diacritics: εγκολπίζω Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΖΩ
Transliteration A: enkolpízō Transliteration B: enkolpizō Transliteration C: egkolpizo Beta Code: e)gkolpi/zw

English (LSJ)

   A form a bay, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Str.5.4.5.    2 go into or follow the bay, Id.9.5.22.    3 inject into the vagina, Aët.1.126.    II Med., with pf. Pass., take in one's bosom, ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d, cf. Plot. 1.4.6; embrace, θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα Ph.1.425; περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, D.H.Dem.4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη) ; [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, Alciphr.1.18.    2 conceive, Porph.Gaur.5.4.    3 embrace in a bay, ἄκρα πολὺν-ομένη λιμένα Dion.Byz.53.

German (Pape)

[Seite 709] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰσπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίζω: μέλλ. -ίσω, σχηματίζω κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) εἰσέρχομαι εἰς τὸν κόλπον, καὶ παραπλέω αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, αὐτόθι 443. ΙΙ. Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. λαμβάνω τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· ἐναγκαλίζομαι, Φίλων 1. 425· περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, περίοδος περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.