ἐγκρύπτω
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
A hide or conceal in, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15; τι εἴς τι Ev.Matt.13.33, Apollod.1.5.1 (Pass.), etc. 2 πῦρ ἐ. bank it up, Ar.Av.841. 3 Med., hide oneself, μελάθροις Nonn.D.32.285.
German (Pape)
[Seite 710] verstecken, verbergen in Etwas, δαλὸν σποδιῇ Od. 5, 488; ἐν δέρματι ἐγκρύψαι τι Arist. H. A. 9, 33; Ap. Rh. 1, 170; πῦρ ἔγκρυπτ' ἀεί Ar. Av. 841, halte es immer darin verborgen; ὥςπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν Sotad. Ath. VII, 293 (v. 29). – Med., sich verbergen, θαλάσσῃ, im Meere, Nonn. D. 2, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― κρύπτω, κρύπτω ἐντός, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.