ἀπολείβω
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
English (LSJ)
A let drip: hence, pour a libation, ἀπολλείψας Hes.Th. 793; δένδρον ἀπολεῖβον μέλι dropping honey, D.S.17.75; δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν Alciphr.3.21: metaph., ἴχνη ὥραν ἀπολείβει Com.Adesp. 39:—Pass., drop or run down from, τινός Od.7.107; ἔραζε Hes.Sc. 174.
German (Pape)
[Seite 311] herabträufeln lassen, D. Sic. 17, 75; ausgießen, ἀπολείψας Hes. Th. 793. – Pass., herabträufeln, herabfließen, Od. 7, 107 καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, vgl. Scholl.; Hes. Sc. 268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολείβω: μέλλ. -ψω, στάζω τι, ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἀποσπένδω, ἀπολείψας (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· δένδρον ἀπολεῖβον μέλι, σταλάζον μέλι, Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., στάζω ἤ ῥέω κάτω, ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.