ἀπολείβω

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολείβω Medium diacritics: ἀπολείβω Low diacritics: απολείβω Capitals: ΑΠΟΛΕΙΒΩ
Transliteration A: apoleíbō Transliteration B: apoleibō Transliteration C: apoleivo Beta Code: a)polei/bw

English (LSJ)

let drip: hence, pour a libation, ἀπολλείψας Hes.Th. 793; δένδρον ἀπολεῖβον μέλι dropping honey, D.S.17.75; δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν Alciphr.3.21: metaph., ἴχνη ὥραν ἀπολείβει Com.Adesp. 39:—Pass., drop or run down from, τινός Od.7.107; ἔραζε Hes.Sc. 174.

Spanish (DGE)

1 intr. en v. med. manar, gotear de καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107, ἐκ δὲ παρειῶν αἷμ' ἀπελείβετ' Hes.Sc.268, cf. 174.
2 tr. en v. act. destilar, derramar δένδρον ... ἀπὸ δὲ τῶν φύλλων ἀπολεῖβον μέλι D.S.17.75, ἐγὼ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν ἀπολείβω Alciphr.2.18.2
abs. derramar haciendo una libación ὅς κεν τῆς (el agua de la Estigia) ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ Hes.Th.793, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 311] herabträufeln lassen, D. Sic. 17, 75; ausgießen, ἀπολείψας Hes. Th. 793. – Pass., herabträufeln, herabfließen, Od. 7, 107 καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, vgl. Scholl.; Hes. Sc. 268.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber goutte à goutte ; Pass. tomber goutte à goutte de, gén..
Étymologie: ἀπό, λείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολείβω:
1 источать по каплям (μέλι Diod.); med. струиться по каплям, капать Hom., Hes.;
2 совершать возлияние Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείβω: μέλλ. -ψω, στάζω τι, ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἀποσπένδω, ἀπολείψας (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· δένδρον ἀπολεῖβον μέλι, σταλάζον μέλι, Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., στάζω ἤ ῥέω κάτω, ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.

English (Autenrieth)

only pres. mid. ἀπολείβεται, trickles off, Od. 7.107†.

Greek Monolingual

ἀπολείβω (Α) λείβω
στάζω σταγόνα - σταγόνα.

Greek Monotonic

ἀπολείβω: μέλ. -ψω, αφήνω κάτι να στάξει, σταλάζω, προσφέρω σπονδή, σε Ησίοδ. — Παθ., στάζω ή ρέω προς τα κάτω από, τινός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to let drop off, to pour a libation, Hes.:—Pass. to drop or run down from, τινός Od.