διασκώπτω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A jest upon, τινά dub. l. in Plu.2.82b; δεῖπνα Ath.2.55d:—Med., jest one with another, bandy jests, X.Cyr.8.4.23.
German (Pape)
[Seite 602] unter einander scherzen, sich gegenseitig verspotten, ταῦτα οὕτω διεσκώπτετο Xen. Cyr. 8, 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διασκώπτω: μεταξὺ σκώπτω, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, ἀνταλλάσσω σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.