δίνω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ῑ], used only in pres.,
A thresh out on the δῖνος 111, ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598:—Pass., δινομένην ὑπὸ (v.l. περὶ) βουσὶν . . ἅλωα trodden by the circling oxen, Call.Fr.51:—Aeol. δίννω Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι Tab.Heracl.1.102.
German (Pape)
[Seite 632] = δινέω; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δίνω: μόνον κατ’ ἐνεστ., ἁλωνίζω ἐπὶ τοῦ δίνου (ΙΙΙ), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596. -Παθ., δινομένην ὑπὸ βουσὶν… ἅλωα, πατουμένην ὑπὸ περιφερομένων κύκλῳ βοῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 51. -Λεσβιακ. τύπος δίννω παρὰ Χοιροβ., ἴδε Ahrens π. Αἰολ. σ. 53· γ΄ πληθ. ἀποδίνωντι, Πίν. Ἡρακλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.