κοινωνός
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ὁ, also ἡ,
A companion, partner, τινος of or in a thing, A.Ag.1037, 1352, Supp.344, Men.Epit.499; τῆς ἐπιβουλῆς Antipho 5.68; ἱερῶν Pl.Lg. 868e; τῆς ἀρχῆς Th.7.63, 8.46; ὁ τοῦ κακοῦ κ. accomplice in... S.Tr. 730; ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων Pl.Ep.325a; κ. περὶ νόμων Pl.Lg.810c; τινι in a thing, E.El.637: c. dat. pers., κ. ἀλλήλοις τῶν τιμῶν with each other, X.Mem.2.6.24. 2 abs., partner, fellow, S.Aj.284, Pl. R.333b, Phdr.239c, etc.; ὁ σὸς κ., οὐχ ὁ ἐμός D.18.21; ἴσοι καὶ κ. Arist.EN1133b3; κοινωνοὶ λιμένων, of a societas publicanorum which farmed harbour-dues, BCH10.267 (Syme); of joint-owners, PAmh. 2.100 (ii/iii A.D.). 3 familiar spirit, LXX 4 Ki.17.11. II as Adj., = κοινός, ξίφος E.IT1173.
German (Pape)
[Seite 1470] ὁ, auch ἡ, Theilnehmer, Genosse; πραγμάτων, γνώματος, Aesch. Suppl. 339 Ag. 1325; κακοῦ Soph. Tr. 727; γάμων Eur. Herc. Fur. 584; ψήφου, πολέμου, Ptat. Rep. V, 450 a Legg. VI, 755 c, öfter, wie Folgde. – Adj. bei Eur. I. T. 1173, μητέρα κατειργάσαντο κοινωνῷ ξίφει, in gemeinsamem Morden.
Greek (Liddell-Scott)
κοινωνός: ὁ, ὡσαύτως ἡ, (κοινὸς) συμμέτοχος, τινος, εἴς τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037, 1352, Ἱκ. 343, Ἀντιφῶν 137. 25, Πλάτ., κτλ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συναυτουργός, συνεργός..., Σοφ. Τρ. 730, πρβλ. Αἴ. 284· ὡσαύτως, κ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 810C· τινι, ἔν τινι πράγματι, Εὐρ. Ἠλ. 637· μετὰ δοτ. προσ., κ. τινι τῶν τιμῶν, μετά τινος ἄλλου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24. 2) ἀπολ., μέτοχος, συνέταιρος, Πλάτ. Πολ. 333Β, Φαῖδρ. 239C· ὁ σὸς κοινωνός, οὐχ ὁ ἐμὸς Δημ. 232. 12· ἴσοι καὶ κ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = κοινός, Εὐρ. Ι. Τ. 1173.