τορνίσκος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.