ἀσφόδελος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ὁ,
A asphodel, Asphodelus ramosus, Hes.Op.41, Arist. HA627a8, Thphr.HP1.10.7,7.13.2, Crateuas Fr.5, Theoc.7.68, Dsc. 2.169, etc.; cf. σφοδελός. II oxyt., as Adj., ἀσφοδελὸς λειμών the asphodel mead which the shades of heroes haunted, Od.11.539, 24.13: generally, flowery mead, h.Merc.221, 344. (On the accent v. Hdn.Gr.1.160.)
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφόδελος: ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», εἶδος φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ
Ἡμ. 41· «βοτάνη τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ ἀνθέρικος ἐδώδιμος σταθευόμενος καὶ τὸ σπέρμα φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ μάλιστα ἡ ῥίζα κοπτομένη μετὰ σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., ἀσφόδελος λειμών, ὁ πλήρης ἀσφοδέλων λειμών, ἔνθα ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· καθόλου, λειμὼν πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.