χρωματισμός
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ὁ,
A colouring, dyeing, μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.Ar.Nu.516.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, das Färben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρωμᾰτισμός: ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς χρῶμα, ἀπάτη, Εὐμάθ. σ. 158.