ταγηνίας
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A pancake, Magn.1, Cratin.125, Metag.6, Nicopho 15.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, = ταγηνίτης; Nicophon bei Ath. XIV, 645 c; Cratin. ib. 645 d.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνίας: ὁ, τηγανίτης, κοινῶς «τηγανίτα», Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. ταγηνίτης, τηγανίτης.