λιπογνώμων
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A v. λειπογνώμων.
German (Pape)
[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.