περίκουρος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ον, (περικείρω)
A shorn all round, of the female slave's mask in Comedy, Poll.4.151. II surrounded and taken prisoner, Hsch.
German (Pape)
[Seite 580] rings umher beschoren, mit rings abgeschnittenem Haar, Poll. – Nach Hesych. = umringt in der Schlacht u. abgeschnitten, u. dadurch zum Kriegsgefangenen gemacht, wie ἀμφίκουρος bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περίκουρος: -ον, (περικείρω) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Πολυδ. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· οὕτως ἀμφίκουρο, «ἀμφίκουρος δὲ ἣν ἑκατέρωθεν ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.