ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: ἀκατονόμαστος | Medium diacritics: ἀκατονόμαστος | Low diacritics: ακατονόμαστος | Capitals: ΑΚΑΤΟΝΟΜΑΣΤΟΣ |
Transliteration A: akatonómastos | Transliteration B: akatonomastos | Transliteration C: akatonomastos | Beta Code: a)katono/mastos |
ον,
A nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H. Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.
ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.