πορεύσιμος
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
ον, also η, ον Them.Or.6.83c:—
A that may be crossed, passable, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο X.Cyr.7.5.16; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib.18; π. ἦν τὸ . . πέλαγος Pl.Ti.24e; [θύραι] ἀνθρώποις π. Porph.Antr.3; παρεχέτωσαν . . π. τὰς ὁδούς OGI483.30 (Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, E.El.1046. II Act., able to go or travel, Pl.Epin.981d. 2 able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, Plu.2.86e.
German (Pape)
[Seite 682] ον, gangbar, wegsam, ὁδός, Eur. El. 1046; τότε πορεύσιμον ἦν τὸ πέλαγος, Plat. Tim. 24 e; Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Auch alt., fähig zu reisen, zu gehen, im Ggstz von μόνιμος, Plat. Epinom. 981 d; Plut. de cap. util. ex host. p. 270 sagt πορεύσιμον ὄχημα = πορεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
πορεύσιμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (πορεύω) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, διαβατός, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 18· π. ἦν τό... πέλαγος Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε.