ἀπερίγραφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not rounded, περιόδου βάσις D.H.Comp.22. 2 not circumscribed, Ph. 1.5, al., Procl.Inst.93, Dam.Pr.71; undetermined, of time, Chrysipp.Stoic.2.67. 3 unlimited, ἀριθμῷ Stoic.3.79. Adv. -φως Ph.1.47, Corn.Rh.p.396H.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Umschreibung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίγραφος: -ον, = τῷ προηγ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22, καὶ συχν. παρὰ Φίλωνι. ― Ἐπίρρ. -φως Φίλων 1. 47.