ἀπερίγραφος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἀπερίγραφον,
A not rounded, περιόδου βάσις D.H.Comp.22.
2 not circumscribed, Ph. 1.5, al., Procl.Inst.93, Dam.Pr.71; undetermined, of time, Chrysipp.Stoic.2.67.
3 unlimited, ἀριθμῷ Stoic.3.79. Adv. ἀπεριγράφως = without being determined, without being delimited Ph.1.47, Corn.Rh.p.396H.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no redondeado ἐκείνης (περιόδου) βάσις D.H.Comp.110.15.
2 no circunscrito, no limitado χάριτες ἀ. ... καὶ ἀτελεύτητοι Ph.1.5, cf. Procl.Inst.93, Dam.Pr.71, de Dios Const.App.7.35.9, Thdr.Mops.M.66.976A, de Cristo, Eus.M.24.152D, Leont.Byz.M.86.1284C.
3 indeterminado, indefinido ἀ. καὶ ἀορίστῳ χρόνῳ Chrysipp.Stoic.2.67, πόλεις ἀπερίγραφοι ... ἀριθμῷ Chrysipp.Stoic.3.79, αἰών Ph.2.422.
II adv. ἀπεριγράφως
1 sin estar circunscrito o limitado ἀπεριγράφως γὰρ γίνεται τὰ γινόμενα Ph.1.47, cf. Clem.Al.Strom.6.15.120.
2 de forma indeterminada ἃ μεταπίπτοντα ... ἀπεριγράφως Chrysipp.Stoic.2.67
•indefinidamente τὴν ... ἐπιφορὰν ἀπεριγράφως ἐξέτεινε Corn.Rh.p.396.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Umschreibung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίγραφος: -ον, = τῷ προηγ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22, καὶ συχν. παρὰ Φίλωνι. ― Ἐπίρρ. -φως Φίλων 1. 47.
Greek Monolingual
ἀπερίγραφος, -ον (AM)
1. ο απερίγραπτος, ο ακατανόητος (για τον Θεό κυρίως)
αρχ.
1. ο δίχως περίγραμμα
2. ο ασαφής
3. ο απεριόριστος, ο άμετρος.