δυσμεταχείριστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6. 2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.